- πυρίχαλκον
- πῠρί-χαλκον, τό,A cupping-instrument, Anon.in Rh.170.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρίχαλκον — cupping instrument neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρίχαλκον — τὸ, Α 1. είδος χάλκινου εργαλείου για κοπή 2. χάλκινο κύπελλο κατάλληλο για αφαίμαξη, είδος χάλκινης βεντούζας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + χαλκον (< χαλκός)] … Dictionary of Greek